- πολυκάνδηλο
- το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Νπολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ' στο ναό τής Φύσης», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κανδήλι(ον) / καντήλι (πρβλ. νυχτο-κάντηλο)].
Dictionary of Greek. 2013.